αντιστάθμιση

αντιστάθμιση
Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις διακυμάνσεις των εξωτερικών συνθηκών, όπως η θερμοκρασία, η πίεση κλπ. Κατασκευάζονται τότε ειδικές διατάξεις για την α. των διακυμάνσεων αυτών. Αντισταθμιστικές διατάξεις π.χ. έχουν ορισμένα εκκρεμή, βαρόμετρα, δείκτες ύψους κλπ. Τυπικό παράδειγμα α. αποτελεί το σύνολο των ενεργειών για να εξουδετερωθούν ή να μειωθούν οι δυνάμεις που δημιουργούνται από τα μαγνητικά πεδία των χαλύβδινων και σιδηρών κατασκευών των πλοίων και οι οποίες προκαλούν την απόκλιση από τον γήινο μαγνητικό βορρά. Ο μαγνητισμός του σκάφους αποτελείται από ένα αμετάβλητο μέρος (μόνιμοςμαγνητισμός) που οφείλεται στις χαλύβδινες κατασκευές και από ένα μεταβλητό (προσωρινός μαγνητισμός) που προκαλείται από την επαγωγή του γήινου μαγνητικού πεδίου πάνω στα μαλακά σίδερα· το τελευταίο αυτό μέρος μεταβάλλεται ιδιαίτερα, ανάλογα με τον προσανατολισμό του πλοίου. Για να διορθωθεί το αποτέλεσμα του μόνιμου μαγνητισμού (ημικυκλική απόκλιση, η οποία, όπως υποδηλώνει και η λέξη, μηδενίζεται κάθε 180°), χρησιμοποιούνται μικροί μαγνήτες που τοποθετούνται μέσα στην πυξιδοθήκη, κατά τη διεύθυνση της τρόπιδας για την εξάλειψη των αποκλίσεων που παρουσιάζονται όταν η πλώρη έχει κατεύθυνση Α ή Δ, και κατά την εγκάρσια κατεύθυνση για να μηδενιστούν οι αποκλίσεις που εμφανίζονται με την πλώρη στα Β ή στα N. Η ενέργεια του προσωρινού μαγνητισμού (τεταρτημοριακή απόκλιση, της οποίας η τιμή μηδενίζεται στις διευθύνσεις που αντιστοιχούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, στο πέρασμα δηλαδή από το ένα στο άλλο τεταρτημόριο) εξαλείφεται με την τοποθέτηση, σε μια κατάλληλη απόσταση και πάνω σε στηρίγματα που εφαρμόζονται στα πλευρά της πυξίδας, δύο κυλίνδρων ή δύο κοίλων σφαιρών από σίδερο, του οποίου ο μαγνητισμός μεταβάλλεται ακριβώς όπως και των μαλακών σιδήρων που αναφέραμε· για τη δεύτερη αυτή φάση της α. θα πρέπει να προσανατολιστεί το πλοίο σε μία από τις τέσσερις ενδιάμεσες κατευθύνσεις (ΒΑ, ΒΔ, ΝΑ, ΝΔ). Τα υπόλοιπα των αποκλίσεων, που διαπιστώνονται αν το πλοίο υποχρεωθεί να εκτελέσει μια πλήρη στροφή, καταγράφονται σε πίνακες που χρησιμοποιούνται κατά τον πλου, ώστε όταν για παράδειγμα θα πρέπει να καθοριστεί στον πηδαλιούχο η πορεία του πλοίου, να λαμβάνεται υπόψη η διαφορά που υπάρχει μεταξύ του Β που δείχνει η πυξίδα και του Β του γήινου μαγνητικού πεδίου. Άλλες α. πρέπει να γίνουν για να εξουδετερωθούν οι αποκλίσεις που οφείλονται στην κλίση του πλοίου και στην επαγωγή στον κατακόρυφο από μαλακό σίδερο οπλισμό (που μεταβάλλεται με τη μεταβολή του γήινου μαγνητικού πεδίου)· για τις τελευταίες αυτές διορθώσεις χρησιμοποιούνται αντισταθμιστικές διατάξεις και συγκεκριμένα μαγνήτες για την κλίση και ράβδος από μαλακό σίδερο (ράβδος του Φλίντερς) για τον κατακόρυφο σιδερένιο οπλισμό.
* * *
η [αντισταθμίζω]
εξισορρόπηση βαρών, επίτευξη ισορροπίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιστάθμιση — η εξισορρόπηση, εξίσωση: Με τον τρόπο αυτό πέτυχε την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… …   Dictionary of Greek

  • αντέλλογος — ἀντέλλογος, ο (Μ) [έλλογος] αντιστάθμιση …   Dictionary of Greek

  • αντισταθμιστής — ο μέσο ή όργανο χρήσιμο για αντιστάθμιση …   Dictionary of Greek

  • αντισταθμιστικός — ή, ό ο σχετικός με την αντιστάθμιση, αυτός που γίνεται για να καθορίσει ή να επιτύχει ορισμένα αντισταθμίσματα (κυρίως οικονομικά). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντισταθμιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του… …   Dictionary of Greek

  • αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… …   Dictionary of Greek

  • εκκρεμές — Κάθε σώμα που μπορεί να ταλαντεύεται, υπό την επίδραση του βάρους του, γύρω από άξονα (φυσικό ή σύνθετο ε.). Το απλόιδανικόμαθηματικό ε. αποτελείται από ένα υλικό σημείο Α (πρακτικά ένα σιδερένιο σφαιρίδιο), κρεμασμένο σε νήμα (το οποίο δεν είναι …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • ομοιοστασία — Ονομασία που έδωσε ο Κάνον στους μηχανισμούς εκείνους οι οποίοι ελέγχουν, συγκρατώντας τις μέσα στα φυσιολογικά όρια, τις διάφορες φυσιολογικές σταθερές του ανθρώπινου οργανισμού (θερμοκρασία, σύσταση του αίματος, νευροφυτικός τόνος, αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”